δασμολογεῖν

δασμολογεῖν
δασμολογέω
collect as tribute
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δασμολογώ — (Α δασμολογῶ, έω) [δασμολόγος] 1. επιβάλλω δασμό, προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να καταβληθεί 2. (για εμπορεύματα) δασμολογούμαι περιλαμβάνομαι στο δασμολόγιο αρχ. 1. εισπράττω ως φόρο («ἀργύριον ἐδασμολόγησεν») 2. (με αιτ. προσ.) φορολογώ… …   Dictionary of Greek

  • ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”